κνύω

κνύω
κνύω
Grammatical information: v.
Meaning: `scratch' (Ar. Th. 481, Men. 1021), περι-κνύω `scratch round about' (Phot.).
Compounds: IEX [562] *knu- `scratch'?
Derivatives: κνῦμα n. `scratching (Ar. Ek. 36, Gal. 19, 112) and `scratch': κνύος n. (Hes. Fr. 29, 1), κνῦσα f. (Herod. 7, 95 as term of abuse; cf. δεῖσα, μύξα a. o.; Chantraine Formation 100f.; Schwyzer 516f.), κνύζα (Philox. Gramm. ap. EM 523, 2, Eust.; cf. ἄζα, σκύζα, κνίζα a. o.). Note the H.-Glossen: κνύθος ἄκανθα μικρά, κνυθόν σμικρόν (cf. τυτθός, -όν and the plant-names in -θος in Chantraine 367f., Specht Ursprung 255); backformation κνῦ τὸ ἐλάχιστον, like γρῦ, βρῖ. - On κνόος, κνοῦς s. v.
Etymology: Wie zu den sinn- und lautähnlichen κναίω, κνῆν, κνάπτω, κνίζω kann man auch zu κνύω aus den verwandten Sprachen, namentlich aus dem Germanischen und Baltischen anklingende Wörter heranziehen: ahd. hniuwan `zerstoßen, zerquetschen', mit ausgehendem Dental awno. hnjōđa `stoßen, schlagen, nieten', beide idg. qneu-, lett. knūdu und knūstu `jucken'. Weitere Formen m. Lit. WP. 1, 396f., Pok. 562f.; vgl. noch de Vries IF 62, 142f. Schwyzer 676 will für κνύω (wie entsprechend für κνῆν, κναίειν) ein altes ablautendes Wurzelpräsens *qnṓu-mi : *qnū̆-me ansetzen.
Page in Frisk: 1,887

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κνύω — (Α) ψηλαφίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. τής μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ*, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»] …   Dictionary of Greek

  • γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… …   Dictionary of Greek

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • κνους — κνοῡς και κνόος, ὁ (Α) 1. το μέρος τού τροχού που βρίσκεται προς το άκρο τού άξονα 2. κρότος βημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρμ. παρ. τού κνύω*] …   Dictionary of Greek

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • κνύζα — (I) η (AM κνύζα) [κνύω] νεοελλ. ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό χωρίς την εμφανή παρουσία δερματικής βλάβης μσν. αρχ. κνησμός, ψώρα αρχ. (για πρόσ.) διεφθαρμένος, αχρείος. (II) κνύζα, ἡ (Α) το φυτό κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • κνύμα — κνῡμα, τὸ (Α) [κνύω] ελαφρός ήχος ψηλαφήματος («ἤκουσά τοι ὑποδουμένη τὸ κνῡμά σου τῶν δακτύλων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κνύος — κνύος, τὸ (Α) [κνύω] πάθηση τού δέρματος τού κεφαλιού που προκαλεί πτώση τών τριχών …   Dictionary of Greek

  • κνύσα — κνῡσα, ἡ (Α) [κνύω] ψώρα …   Dictionary of Greek

  • κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… …   Dictionary of Greek

  • περικνύω — Μ (κατά τον Φώτ.) ξύνω ή γρατσουνίζω κάτι από όλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κνύω «χτυπώ ελαφρά σαν να ξύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”